τσαγιερό

τσαγιερό
το
βλ. τσαγιέρα, η.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τσαγιερό — το, Ν η τσαγιέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσάι + κατάλ. ερό (πρβλ. λαδ ερό)] …   Dictionary of Greek

  • τσαγιέρα — τσαγιέρα, η και τσαγιερό, το ειδικό δοχείο για το βράσιμο του τσαγιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”