τσαγιερό — το, Ν η τσαγιέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσάι + κατάλ. ερό (πρβλ. λαδ ερό)] … Dictionary of Greek
τσαγιέρα — τσαγιέρα, η και τσαγιερό, το ειδικό δοχείο για το βράσιμο του τσαγιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)